Τρίτη 30 Απριλίου 2024

ΚΟΧΛΑΖΟΥΣΑ ΟΡΓΗ

 

Το βίντεο που κυκλοφόρησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για συμμετοχή στις εκλογές της 9ης Ιουνίου επικεντρώνεται κατά τα φαινόμενα στην ευρωπαϊκή δημοκρατία για να τονίσει τη σημασία της ψήφου, παρουσιάζοντας μαρτυρίες και εμπειρίες από πολίτες της Ε.Ε διαφόρων γενεών, εστιάζοντας στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο με το ολοκαύτωμα, αλλά και την «Άνοιξη της Πράγας» και την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Κι αν μοιάζει το μήνυμα  να είναι ο εκθειασμός της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, στην πραγματικότητα όμως συγκρίνοντας ολοκαύτωμα και πτώση του τείχους  το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στην καταδίκη του κομμουνισμού που είναι η διαρκής έγνοια της Ε.Ε. Γιατί ο αντικομμουνισμός υπήρξε ένα δομικό όργανο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και είναι αδιάλειπτη η προσπάθεια της Ε.Ε να ενσωματώσει στην επίσημη ιστορική της αφήγηση για την σοσιαλιστική περίοδο της Ευρώπης την καταδίκη των σοσιαλιστικών κρατών σαν ολοκληρωτικών καθεστώτων και δικτατοριών.
         Καθώς  τα  σχέδια των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ και Ε.Ε  με τους πολέμους βρίσκονται σε εξέλιξη και βαθαίνει το χάσμα των ταξικών διαφορών οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις  επιχειρούν να ποινικοποιήσουν τις κομμουνιστικές ιδέες σε όλη την  Ευρώπη και γίνεται επιτακτικό για τους υπερασπιστές του status quo να φιμώσουν την αξιόπιστη εναλλακτική που αντιπροσωπεύει ο κομμουνισμός. Γι’ αυτό και στην κυρίαρχη ιδεολογία προέχει η  δαιμονοποίηση ή απαξίωση των μαρξιστικών ιδεών, ενώ  οι αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας όσο γίνονται πιο αντιδραστικές και επιτίθενται ενάντια συνολικά των εκμεταλλευομένων τάξεων, τόσο πιο γρήγορα διολισθαίνουν σε σταδιακές απαγορεύσεις των κομμουνιστικών κομμάτων και συμβόλων.  
         Η κυρίαρχη τάξη της ΕΕ ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τη δημοκρατία την ίδια στιγμή που δικαιώνει τόσο το χωρίς τέλος πόλεμο στην Ουκρανία όσο κυρίως την γενοκτονία των Παλαιστινίων από το ισραηλινό κράτος  στη Λωρίδα της Γάζας. Και βέβαια υποστηρίζει σθεναρά όλα τα χρόνια της ύπαρξής της τον ολισθηρό δρόμο προς τη φτώχεια και τον περιορισμό των όποιων δικαιωμάτων είχαν κατακτήσει οι ευρωπαϊκοί λαοί, για χάρη της αύξησης της κερδοφορίας των πολυεθνικών  και της εδραίωσης της εξουσίας των πολιτικών της αντιπροσώπων. Των οποίων οι  διακηρύξεις τους περί δημοκρατίας και ισότητας είναι κούφια λόγια, εκφωνούνται απλώς γιατί πρέπει να ειπωθούν, ώστε παραπλανώντας να κερδίσουν οι πολιτικοί της κυρίαρχης τάξης την αποδοχή στον πολιτικό τομέα που θέλουν την έγκριση από τους εκλογείς τους. Καλλιεργούν μια εξωραϊσμένη εικόνα τους που είναι ψεύτικη, σαν να διαφημίζουν το εμπορικό σήμα της Ε.Ε που το ταυτίζουν με τη δημοκρατία και την ευημερία. Αυτό που κάνουν είναι ότι προσπαθούν να ξεπεράσουν το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που ισχυρίζονται ότι είναι η Ε.Ε κι αυτό που στην πραγματικότητα είναι στην αληθινή ζωή.  
         Όσο μπορεί να χειραγωγείται το λαϊκό κίνημα αντίστασης δεν διστάζει η πολιτική ηγεσία της κυρίαρχης τάξης, παρουσιάζοντας  φιλολαϊκό προφίλ, να διαλαλεί την αντίθεσή της στην αδικία, να υποστηρίζει το Διεθνές Δίκαιο που αλλοιώνοντάς το ταυτίζει με τις αποφάσεις της, ενώ ταυτόχρονα οργανώνει όλη την πολιτική της δράση για να μετατρέψει τους λαούς σε κρέας για τα κανόνια και μάλιστα με τη συναίνεσή τους. Μόλις όμως οι αντιδράσεις αρχίζουν να γίνονται πιο μαζικές κι επίμονες τότε αποκαλύπτεται η υποκρισία της δημοκρατικής Δύσης, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, με την ένταση της αστυνομικής καταστολής και τις διώξεις φοιτητών και καθηγητών που διαμαρτύρονται για τη γενοκτονία στη Γάζα.
         Το φοιτητικό κίνημα αντίστασης ενάντια στην γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού από το Ισραήλ, με τη γενναιόδωρη χορηγία όλης της καπιταλιστικής Δύσης, αποκάλυψε τις παραπλανητικές διαφορές ανάμεσα σε πολιτικούς υποψήφιους ηγετικών θέσεων που με συνθήματα προοδευτικότητας ή σταθερότητας προσπαθούν να εκμαιεύσουν τη συγκατάθεση των μεγάλων μαζών. Είτε υποστηρίζεται στις ΗΠΑ ο Μπάιντεν είτε ο Τράμπ είτε στην Ευρώπη υποστηρίζονται δεξιά ή αριστερά κόμματα οι διαφορές τους στην ουσιαστική χάραξη των πολιτικών επιλογών είναι αμελητέες. Απλώς όλοι ετούτοι κατά την πορεία  τους φορούν μάσκες που είναι κάθε φορά πολιτικά βολικές για τη δεδομένη στιγμή,  κατά κει  που φυσούν οι άνεμοι. Γιατί όλοι ετούτοι συνεχίζοντας να υποστηρίζουν την πολιτική της εκμετάλλευσης μέχρι εξαθλίωσης των ανθρώπων και τους πολέμους για την καπιταλιστική κερδοφορία, τα λόγια τους περί ειρήνης ή η μεγαλύτερη η μικρότερη φιλικότητά τους με τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα ή το λιγότερο ή περισσότερο ηχηρό ενδιαφέρον για την  κλιματική αλλαγή  ή την κακοποίηση των ζώων δεν είναι παρά προσπάθειες να περάσουν ασυμβίβαστες θέσεις ως συμπονετικοί ιμπεριαλιστές καπιταλιστές, ενώ υπηρετούν την πιο αλγεινή καπιταλιστική πολιτική.
         Συντάγματα, νόμοι, δίκαιο που η καπιταλιστική Δύση επικαλείται για να αποδείξει την δημοκρατικότητα των πολιτευμάτων της μοιάζει να ξεχνιούνται όταν θα πρέπει να προωθηθούν καπιταλιστικά συμφέροντα. Τότε αποκαλύπτονται ότι χρησιμοποιούνται από την κυρίαρχη εξουσία περισσότερο για να κρύψουν την ταξική καταπίεση κάτω από νόμους του κράτους δικαίου, υφαρπάζοντας τη συναίνεση των μεγάλων μαζών στην κυρίαρχη πολιτική.
          Το διαπιστώνουμε και στη χώρα μας, που δοκιμάζεται η αξιοπιστία της δικαιοσύνης με τις ενέργειες και αποφάσεις  της σε ζητήματα που αγγίζουν το πυρήνα της κυρίαρχης εξουσίας. Και οι πλημμελείς ενέργειες της δικαιοσύνης στο έγκλημα των Τεμπών και η απόφαση του δικαστηρίου, μετά από έξι χρόνια, για την πολύνεκρη πυρκαϊά στο Μάτι με τις ελαφρές ποινές που επιβλήθηκαν στους κατηγορουμένους, χωρίς να αγγίζονται πολιτικές και πρόσωπα της ηγεσίας υπεύθυνα για τις τραγωδίες, συγκρούονται με την αντίληψη που καλλιεργείται για το ρόλο της δικαιοσύνης στην αστική δημοκρατία. Και είναι τέτοιες τραγωδίες που καταρρίπτουν το μύθο για  την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που θεωρείται στην αστική δημοκρατία και η καταφυγή κάθε αδικημένου για δικαίωσή του. Είναι μύθος η  διάκριση των εξουσιών και η  ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, γιατί και η δημιουργία δικαίου είναι  μονοπώλιο του κράτους, το οποίο δεν είναι παρά το ισχυρό όπλο της κυρίαρχης τάξης στην ταξική πάλη και  ο νόμος  στην πραγματικότητα συγκαλύπτει την άσκηση εξουσίας της κυρίαρχης τάξης, εφόσον το δίκαιο καθορίζεται από το οικονομικό σύστημα της κοινωνίας.
        Αυτός ο κόσμος είναι τόσο σκληρός και ανελέητος και κανείς από τους κυβερνώντες δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για όσα τρομερά συμβαίνουν. Οι πλούσιοι και ισχυροί ενισχύουν όλο και περισσότερο τον  πλούτο τους  και τη  δύναμη τους εις βάρος των μεγάλων μαζών που εκμεταλλεύονται. Ξεκινούν και υποστηρίζουν πολέμους, ενώ δεν ανταποκρίνονται οι δράσεις τους στις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά στις κερδοφορίες των επιχειρήσεων. Και η οργή των πολλών κοχλάζουσα  ψάχνει να βρει το δρόμο της να εκφραστεί.
           Δεν μπορούμε να έχουμε έναν πιο δίκαιο κόσμο μέχρι να αντιστρέψουμε αυτή τη δυναμική. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει μόνος του, όλοι μαζί όμως οργανωμένοι με συνεχείς αγώνες θα κάνουν όλο και πιο δύσκολο το έργο της κυρίαρχης τάξης με προοπτική το μετασχηματισμό αυτής της κοινωνίας. Κι επειδή το κομμουνιστικό όραμα συνεχίζει να εμπνέει και να δίνει δύναμη, γι’ αυτό και η κυρίαρχη ιδεολογία το συκοφαντεί και απαξιώνει. Γι’ αυτό  και η πρώτη του Μάη για τους κυβερνώντες είναι αργία και όχι απεργία, για να μη συνδέονται οι αγώνες του σήμερα με την αγωνιστική παράδοση του  εργατικού κινήματος. Όμως οι εργαζόμενοι είναι πολλοί, παράγουν τον πλούτο, η οργή τους  γίνεται δράση και  οι δικοί τους αγώνες μπορούν όλα να τα ανατρέψουν.  

 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

 

Και καθώς η κυρίαρχη εξουσία επαίρεται ότι η αστική μας δημοκρατία έχει νικήσει τους εχθρούς της και βασιλεύει ανίκητη, θεωρείται ότι δεν τίθεται θέμα σχέσεων βίας και εξουσίας και ότι η βία έχει εξοβελιστεί από τη σφαίρα της πολιτικής ζωής που βουλιάζει στη συναίνεση, για να χάνονται οι διακριτές ταξικές διαφοροποιήσεις. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την πολιτική μας ηγεσία, η οποία  έχοντας τη δύναμη κάθε φορά που κατασκευάζει τη συναίνεση  για αντιλαϊκές πολιτικές να προσποιείται η ίδια το θύμα πολιτικής βίας, βαφτίζοντας διαμαρτυρίες ακόμα και με φυλλάδια βίαιες ή τρομοκρατικές.
           Και μπορεί να  δίνεται η εντύπωση  από  το πρόσφατο  περιστατικό του γρονθοκοπήματος μέσα στη Βουλή ανάμεσα σε δυο βουλευτές ακροδεξιών κομμάτων  με συμπεριφορά μαχαλόμαγκων ότι αυτή η βεβαιότητα για  εξοβελισμό της βίας  είναι διάτρητη,  στην πραγματικότητα όμως έχει να κάνει μόνο με τον εκφυλισμό της αστικής πολιτικής.  Που δίνει μια ανέλπιστη ευκαιρία στον πρόεδρο της Βουλής Κ. Τασούλα να ευθυγραμμιστεί, για να μη γίνει η πολιτική ζωή θύμα της βίας,  με την κυβερνητική πολιτική αυστηροποίησης των ποινών ως θεραπεία για περιορισμό  παραβατικών συμπεριφορών, που φυσικά αυτές περιλαμβάνουν και κινητοποιήσεις ενάντια σε αντιλαϊκές αποφάσεις. Προανήγγειλε λοιπόν νέο κανονισμό της Βουλής που θα προβλέπει αυστηρότερη αντιμετώπιση παρεκτροπών, όχι μόνο περιστατικών βίας αλλά και τοξικότητας, αφήνοντας μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας στον ορισμό της έννοιας.
           Από την κυρίαρχη εξουσία όμως και τους παρατρεχάμενους της  ανακαλύπτεται εκείνη η βία που είναι  εγκαταστημένη στην κοινωνική ζωή, διάσπαρτη και πολυμορφική,  και συνδέεται με αισθήματα ανασφάλειας ή παραβατικότητας. Λόγος λοιπόν γίνεται για ενδοοικογενειακή βία, για βία νεανική, για βία στο σχολείο κλπ. χωρίς να αναζητούνται οι τρόποι άρθρωσης μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
          Τους τελευταίους μήνες η βία στα σχολεία κατείχε περίοπτη θέση στις ειδήσεις των μέσων ενημέρωσης. Μάλιστα οι αναφορές από τα μέσα ενημέρωσης σε περιστατικά βίας μέσα και γύρω από τα σχολεία τους τελευταίους μήνες πολλαπλασιάζονταν σε τέτοιο βαθμό που αύξανε την καχυποψία για τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε αυτή η δυσανάλογη προβολή. Έμοιαζε τα μέσα ενημέρωσης σαν να επέμεναν να εκτείνουν  τη μηδενική ανοχή  και σε πράξεις αυθάδειας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς και διάφορες διαταράξεις που χωρίς να είναι εγκληματικές αφορούσαν συμπεριφορές ή αντιλήψεις.
           Η προ δεκαπενθημέρου ανακοίνωση από τον υπουργό Παιδείας Κ. Πιερρακάκη των μέτρων για την πάταξη της σχολικής βίας δεν φαίνεται να διαλύουν αυτές τις καχυποψίες, με τον εστιασμό που γίνεται και πάλι στην αυστηροποίηση των ποινών στους μαθητές. Η επικέντρωση της δημόσιας ανησυχίας, όπως την εκφράζανε τα μέσα ενημέρωσης,  στα προβλήματα ασφάλειας των σχολείων αποδείχτηκε λοιπόν μια ευκαιρία για να επιβεβαιωθεί η σημασία της σύνδεσης πρόληψης και παρέμβασης  στη σχολική βία με τις ποινές και την καταστολή. Και μοιάζει να επικρατεί ξανά η άποψη ότι τα άτομα των οποίων η συμπεριφορά θεωρείται προβληματική περισσότερο πρέπει να ελέγχονται και να τιμωρούνται παρά να υποστηρίζονται.
          Το πρόβλημα του σχολικού εκφοβισμού αναδύεται ως μια νέα κατηγορία που επιτρέπει την καλύτερη παρακολούθηση και τον έλεγχο της νεανικής απειθαρχίας, την χειραγώγηση των νέων που γλιστρούν από τις χαραμάδες της σχολικής πειθαρχίας. Από τις συμμορίες των νέων μέχρι τα περιστατικά εκφοβισμού διευρύνεται η σφαίρα του απαράδεκτου όταν πρόκειται για την νεανική απειθαρχία, που περιλαμβάνει την κλασική αστυνόμευση, αλλά επεκτείνεται και σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της ίδιας της πιθανότητας της απειθαρχίας.
          Έχοντας οικειοποιηθεί  η εκπαιδευτική κοινότητα, και ευρύτερα η κοινωνία,  την κατηγορία του εκφοβισμού, αυτός έχει διευρυνθεί  ορίζοντας  ψυχολογική και λεκτική βία, πιο αόρατη και ύπουλη, αλλά όχι λιγότερο επιβλαβή. Κι έτσι η πανταχού παρουσία  των παραγόντων κινδύνου  είναι αρκετή για να παρακινήσει και να νομιμοποιήσει τις πειθαρχικές μεθόδους και καταστολή, ενώ η πρόληψη και η καταπολέμηση της βίας αφορά πλέον όλους τους ανθρώπους, είναι κοινή ευθύνη. Ασφάλεια δεν σημαίνει πλέον μόνο να είσαι ασφαλής από μικροεγκλήματα και ξυλοδαρμούς, αλλά και από εξευτελισμούς, αποκλεισμούς, προσβολές και δυσφήμιση. Το σύνθημα μηδενική ανοχή δεν το κραδαίνει πλέον μόνο η αστυνομία  και φορείς δημόσιας ασφάλειας του, αλλά και παιδαγωγοί ή ψυχολόγοι. Το νέο πρόβλημα της βίας υπερβαίνει τις νομικές κατηγορίες. Έλεγχος και αστυνόμευση νομιμοποιούνται ως αναγκαίοι για την πρόληψη βίαιων περιστατικών, επεκτείνονται παντού, κάθε κινητοποίηση χαρακτηρίζεται βίαιο περιστατικό και ακόμα και οι διοικήσεις και καθηγητές  πανεπιστημίων βρίσκουν δικαιολογίες για τιμωρίες φοιτητών εξ αιτίας της συμμετοχής τους σε καταλήψεις.
        Καθώς λοιπόν  η βία έχει εξατομικευτεί, αποσπαστεί και αυτονομηθεί από το κοινωνικό σύνολο, οι μαθητές παλεύουν με προβλήματα συμπεριφοράς, παρορμητικότητας ή σχέσης με την τεχνολογία και η επιθετικότητα και η αμφισβήτηση βρίσκουν την προϋπόθεση της δυνατότητας εκδήλωσής τους στη μη συμμορφούμενη προσωπικότητα των παιδιών, ανεξάρτητα από τις σχέσεις εξουσίας ή κυριαρχίας από τις οποίες μπορεί να προκύψουν συγκρούσεις. Και έτσι εντείνεται η ανησυχία για την επικίνδυνη φύση των νέων και ο φόβος της κοινωνικής αποδιοργάνωσης.  
         Όσο όμως κι αν η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αντιμετωπίζεται  σαν να είναι αποκομμένη από τα κοινωνικά δρώμενα, ανεξάρτητη από  πολιτικές επιλογές, χωρίς εξάρτηση από  ιεραρχικές σχέσεις,  δεν μπορεί όμως να παραβλέψει κανείς τη σύνδεσή της σχολικής βίας με την πολιτική, όχι μόνο στους στόχους της παρέμβασης και στην έκταση της ανάδειξης του φαινομένου, αλλά και τις αιτίες πυροδότησής της.   Εξάλλου για  να μπορεί η ανοικτή χρήση βίας, όχι βέβαια από τη μεριά του κράτους αλλά από τη μεριά του λαϊκού παράγοντα, να απονομιμοποιηθεί και να  ομαλοποιηθεί η συναίνεση και ενσωμάτωση θα πρέπει οι νέες γενιές να εκπαιδεύονται στην απόρριψή της άσκησής της, αλλά  και στην αποδοχή της από την κρατική εξουσία.
          Ο εκπαιδευτικός χώρος εμφανίζεται με έμμεσο τρόπο, και στα καθ’ ημάς και σε όλη την καπιταλιστική Δύση,  σαν ένα θεμελιακό στοιχείο της  αναπαραγωγής του συστήματος και των κατασταλτικών  μορφών του. Γι’ αυτό  και οι επιχειρήσεις καταστολής των διαμαρτυριών κατά της σφαγής στη Γάζα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, αντίθετες με τη διακηρυγμένη πολιτική της χώρας,  αντιμετωπίζονται από αστυνομία και πρυτάνεις με βιαιότητα. Και όσο οι συγκρούσεις  αναπτύσσονται, χάνεται το φωτοστέφανο της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας  και η εκπαίδευση εμφανίζεται  σαν ένα ακόμα από τα όργανά του συστήματος.
         Στις ΗΠΑ κλιμακώνονται οι κινητοποιήσεις στα πανεπιστήμια κατά της σφαγής στη Γάζα και εναντίον της συνεργασίας των πανεπιστημίων με το Ισραηλινό κράτος. Ομοσπονδιακή κυβέρνηση και διοικήσεις πανεπιστημίων αλληλοσυμπληρώνουν τις ενέργειές τους για να καταστείλουν και να συκοφαντήσουν τις κινητοποιήσεις κατηγορώντας τες για αντισημιτισμό και αποδίδοντάς τες χαρακτηριστικά βιαιότητας. Οι επιχειρήσεις καταστολής δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Αποκαλύπτουν τη δυσοίωνη πραγματικότητα, της διάβρωσης της αστικής δημοκρατίας  και των διαφημιζόμενων ελευθεριών της για χάρη του Ισραήλ, δηλ. για χάρη των διακυβευόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Κι όμως δεκαετίες ολόκληρες οι δυτικές χώρες  δικαιολογούσαν επεμβάσεις και εισβολές  σε χώρες σε όλο τον κόσμο λόγω της έλλειψης ελευθερίας τους. ΗΠΑ και Ε.Ε χωρίς αίσθηση ειρωνείας και αυτογνωσίας, ενώ συνεχίζουν να κηρύττουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στον υπόλοιπο κόσμο, καταλύουν στην πράξη τις δικές τους δημοκρατίες ή μάλλον αποκαλύπτουν πόσο σαθρό είναι το οικοδόμημα της αστικής δημοκρατίας όταν διακυβεύονται συμφέροντα της αστικής τάξης.  

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

ΕΝΙΑΙΑ ΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Και όλος ο δυτικός καπιταλισμός,  μαζί και η δική μας κυβέρνηση με όλη την αστική αντιπολίτευση, που ομνύουν στο όνομα των ΗΠΑ, έσπευσε να καταδικάσει τις επιθέσεις του Ιράν προς το Ισραήλ, που ήταν αντίποινα για τον βομβαρδισμό από το Ισραήλ της Ιρανικής πρεσβείας στη Δαμασκό τον οποίο τους …διέφυγε να καταδικάσουν. Απ’ όλες όμως τις αστικές δημοκρατίες της Δύσης, και τη δική μας, καμιά καταδίκη της γενοκτονίας που συντελείται έξι μήνες τώρα στη Λωρίδα της Γάζας δεν έγινε και όλες επέμεναν στις γενικόλογες ευχές για  περιορισμό των θυμάτων ανάμεσα  στους άμαχους και σε εκκλήσεις για ανθρωπιστική βοήθεια. Για να γίνει μάλιστα  πειστική η Δύση για το δίκιο του Ισραήλ,  με όλη της την προπαγάνδα βρήκε πάλι την ευκαιρία να αντιπαραβάλλει την ελευθερία της με το καταπιεστικό, θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης, που είναι για  τη Δύση και τους συμμάχους της επαρκής δικαιολογία  για κάθε παραβίαση Διεθνούς Δικαίου, για κάθε καταπάτηση διπλωματικών κανόνων.
          Αδυνατούμε, μια μεγάλη πλειοψηφία,  να δούμε πόσο βαθιά κακές και καταστροφικές είναι οι δομές εξουσίες που μας κυβερνούν. Έχουμε αναλώσει ολόκληρη τη ζωή μας από την παιδική μας ηλικία, ζυμωμένοι  με την προπαγάνδα της ιμπεριαλιστικής Δύσης, η οποία εξομαλύνει και κατασκευάζει τη συγκατάθεσή μας για τη δολοφονική, εκμεταλλευτική εξουσία κάτω από την οποία ζούμε. Όλη η Δύση μια ενιαία πολιτική ακολουθεί και μόνο σε ζητήματα που δεν ενοχλούν τα κυρίαρχα συμφέροντά της παρουσιάζονται διαφωνίες, όπως για τα έμφυλα δικαιώματα, όχι όμως για τα εργασιακά δικαιώματα. Αλλά και αυτά τα ζητήματα  μάλλον χρησιμοποιούνται μόνο για να κρατήσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή όλων προσηλωμένα στη δυναμική της κυρίαρχης πολιτικής, μέσα στο εύρος της οποίας επιτρέπονται οι διαφωνίες. Κι έτσι κατασκευάζονται φανταστικά πεδία μάχης για να πολεμήσουν τα αστικά κόμματα, προσποιούμενα ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Μόνο που σε περιόδους γεωπολιτικής και οικονομικής όξυνσης, όπως στα καθ’ ημάς στην περίοδο της οικονομικής κρίσης ή  τώρα των πολεμικών συγκρούσεων, τα  αστικά κόμματα αποκαλύπτουν  την ταυτότητα των απόψεων και επιλογών τους.  
           Η Νέα Δημοκρατία, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, μαζί με τα πιο ακροδεξιά κόμματα του κοινοβουλίου, υποστηρίζουν τον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και καπιταλισμό και ευθυγραμμίζονται με την κυρίαρχη πολιτική της υποστήριξης του Ισραήλ, που μια ακραία της συνέπεια με περισσή αφέλεια μας υπενθύμισε ο πρώην πρόεδρος της Ν. Δ Β. Μεϊμαράκης, «να αφήσουμε τον καναπέ και να μπούμε στην πρώτη γραμμή της μάχης», απαιτώντας να γίνουμε τροφή για τα κανόνια του πολέμου τους. Ενδεικτικό παράδειγμα  αυτής της ενιαίας ευθυγράμμισης είναι και οι πανομοιότυπες ανακοινώσεις που δημοσιοποιήθηκαν από τα κόμματα για την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό δείγμα της ταύτισης κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, που διαλαλεί το αριστερό της πρόσημο, οι  ελαφρά διαφοροποιημένες  ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ που προσπαθεί, χωρίς να παρεκκλίνει από την οριοθετημένη από τις ΗΠΑ  και Ε.Ε γραμμή υποστήριξης του Ισραήλ, να αποκρύψει ανεπιτυχώς τον πειθαρχημένο του βηματισμό με την πιο αντιδραστική πολιτική.
         Η χώρα εμπλέκεται άμεσα και ενεργά, με προμήθεια υλικού, παραχώρηση λιμανιών, συμμετοχή σε επιχειρήσεις,  και στους δυο πολέμους,  με το  προσωπικό της κυβέρνησης να μοιάζει περισσότερο αδιάφορο παρά ανίκανο να κατανοήσει την πολιτική πραγματικότητα με τους κινδύνους που συνεπάγονται για το λαό της χώρας. Η προθυμία της πολιτικής ηγεσίας να πλειοδοτεί σε εκδουλεύσεις των κυρίαρχων κέντρων των ΗΠΑ ή της ΕΕ σε συνδυασμό με μειωμένη  οξυδέρκεια την οδηγεί σε  ενέργειες όχι μόνο κατώτερες των περιστάσεων, όπως έχουν δείξει και άλλες της επιλογές της είτε στη Λιβύη με τις επαφές της με τον Χαφτάρ είτε στη Βενεζουέλα, με την αναγνώριση του Χουάν Γκουαϊδό ως μεταβατικού προέδρου της, αλλά και επικίνδυνες.  
         Χρόνο με το χρόνο, κρίση με την κρίση, πόλεμο με τον πόλεμο, καταρρίπτονται οι αυταπάτες για τον ΟΗΕ ως φύλακα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με δικαίωμα και καθήκον την υπεράσπισή τους, πολύ περισσότερο  για  το ΝΑΤΟ ως μηχανισμό εξισορρόπησης δυνάμεων για έλεγχο και περιορισμό των συγκρούσεων. Τα εναπομείναντα ιδεολογικά απομεινάρια εκλογίκευσης της λειτουργίας τους είναι πια τόσο φορτωμένα με κακή πίστη και έχουν απαξιωθεί τόσο ολοκληρωτικά από τον κυνισμό της εφαρμογής της κυρίαρχης πολιτικής, που οι λαοί της αναπτυγμένης Δύσης θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει ότι όλο το κοινωνικοπολιτικό σύστημα βασίζεται στο ψέμα και καθοδηγείται από την απληστία. Συνεχίζοντας λοιπόν να παρασύρονται στη σκέψη ότι ο ιμπεριαλισμός όπως και η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης είναι πιθανές μόνο πολιτικές της αστικής τάξης, πιστεύουν ότι μπορούν να βελτιωθούν με ρεφορμιστικά μέσα εντός ενός καπιταλισμού που διορθώνεται με τις αλλαγές προσώπων στην εξουσία.  Κι έτσι εφησυχάζοντας παίζουν το παιχνίδι της αστικής τάξης, επιμένοντας σε κοινοβουλευτικές διεκδικήσεις μακριά από εργατικούς και λαϊκούς αγώνες.  
         Με δυο πολέμους στη γειτονιά μας, οι εκμεταλλευόμενες τάξεις χειραγωγημένες από την κυρίαρχη τάξη κι εγκλωβισμένες στα δικά της διλήμματα επιδιώκεται να γίνουν πιόνια για τα δικά της σχέδια. Μόνο που η άρχουσα τάξη είναι απειροελάχιστη μικρή απέναντι στους λαούς και γι’ αυτό, επιβάλλοντας τη θέλησή της στις μάζες, δύσκολα μπορεί να δηλώσει ανοιχτά τους στόχους της. Αντίθετα, πρέπει να αντιστρέφει αδιάκοπα την πραγματικότητα, να προβάλλει τα δικά της συμφέροντα ως δικά μας, να παρουσιάζει τα δικά μας ως εχθρικά. Η οργάνωση λοιπόν όλων των εργαζομένων και οι αγώνες τους είναι ο μοναδικός δρόμος για να μη προσδεθούν στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
        Και είναι το κόμμα της εργατικής τάξης που μπορεί να οργανώσει και να οδηγήσει πρωτοπόρο την ταξική πάλη, δείχνοντας στους εργάτες πώς να συνειδητοποιήσουν τις ανάγκες τους πολεμώντας τους ανθρώπους που τους εμποδίζουν.  Επί του πρακτέου, αυτό έχει επαληθευτεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όταν εξαντλήθηκαν τα ψέματα της σοσιαλδημοκρατίας και αποκαλύφτηκε όλη η αναλγησία της κυρίαρχης πολιτικής. Όλες οι κινητοποιήσεις και αντιστάσεις απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική από το Κομμουνιστικό Κόμμα οργανώνονται και  υποστηρίζονται.
          Και στην αυριανή απεργία οι κομμουνιστές είναι πρωτοπόροι που οδηγούν τους εργαζόμενους σε δράση ενάντια στους ιμπεριαλιστές καπιταλιστές.